- δρώπακα
- δρώ̱πακα , δρῶπαξpitch-plaster: masc acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δρώπακα — δρώ̱πακα , δρῶπαξ pitch plaster masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρωπακιστής — δρωπακιστής, ο (AM) 1. αυτός που μαδά τις τρίχες του με δρώπακα 2. κομμωτής που κάνει αποτρίχωση 3. κίναιδος … Dictionary of Greek